- ξαρμάτωτο
- silahsız
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξαρμάτωτος — η, ο ο ξαρματωμένος, ο χωρίς άρματα, ο άοπλος: Αρρωστημένο μ ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)